Σε κεινο το μερος με ειχανε παει σχεδον σηκωτο και ειχα ορκιστει να μη ξαναπατησω.
Τα κοριτσια κανιβαλλικα, σε ξεχναγαν με το που γυρναγες τη πλατη.
Ειχα βαρεθει να τις πληρωνω για να με αφηνουν στην ησυχια μου.
Δεν αντεχα το αδειο σπιτι, δεν αντεχα και τα χαμογελα του κωλου.
Τους επαιρνα ποτα και τις κοιταγα χωρις να τις βλεπω.
Μολις πηγαιναν να πουν κατι, τους επιανα το χερι και τους ελεγα οσο πιο μαλακα μπορουσα "σε παρακαλω σκασε". Κι αυτες εσκαγαν χαμογελωντας.
Ειχα στο μυαλο μου ιστοριες για αγρια ζωα που δεν εξημερωνονταν με τιποτα. Χιλιαδες χρονια αντιστεκονταν και κερδιζαν.
’λλα γιατι τα επιανε πανικος μολις ενιωθαν οτι ηταν κλεισμενα και σκοτωνονταν καθως χτυπιονταν απελπισμενα σε καγκελα και συρματα.
’λλα γιατι δεν συνουσιαζονταν με τιποτα παρουσια ομοιων τους. Μονο σε ερημιες το μπορουσαν μακρια απο οποιαδηποτε αδελφικη αδιακρισια και μετα απο κυνηγητο ημερων.
’λλα γιατι δεν ειχαν μεσα τους καμια ιεραρχια, δεν μπορουσαν ν' ακολουθησουν κανενα αρχηγο ή τα τσιρακια του.
’λλα γιατι παρ' ολο που δεν τους φαινόταν ηταν πολυ βιαια στην αιχμαλωσια. Οι ζεβρες δαγκωνουν το χερι των επιδοξων και δεν το αφηνουν με τιποτα. Ποιος? Οι ζεβρες.
Οποτε τι να τους πω?
Για ζεβρες, για τσιταχ και για υδροβουβαλους? Εμενα αυτο ηταν το προβλημα μου σημερα. Μπορεις να βοηθησεις? Να μου εξηγησεις τι ειδους σκοπο ειχαν τα ανυποταχτα γονιδια τους? Δε μπορει κατι ηταν εδω. Ηταν δυνατον κοτζαμ λυκος να ειχε εξημερωθει και κατι κωλοζεβρες να αντιστεκονταν εις τον αιωνα. Ποια ισορροπια υπερασπιζονταν και ποια μοιρα? Βορα τον λιονταριων ηταν. Δεν ηταν?
Τι γινοταν μεσα στο αδιαφορο μαυροασπρο κεφαλι τους. Ποιο αρχαιο καλεσμα. Αυτες και τα λιονταρια σ' ενα σφιχταγκαλιασμα χιλιετηριδων.
Αυτα σου λεω, αλλα εσυ που?
Το βιολι σου. Και το μέικ απ σου και τα φωτακια που αναβοσβηνουν καθε βραδυ.
Ασε τα απο που ειμαι, απο που εισαι, αν μ' αρεσει εδω, αν μ' αρεσεις εσυ, κι αν μ' αρεσει η θεια σου.
Με τη ζεβρα μπορεις να μου πεις τι γινεται?
Και παρε τα χερια σου απο πανω μου μη σε δαγκωσω.
